τήλι

τήλι
το, Ν
βοτ. είδος τού φυτού κορίανδρο ή κόλιαντρο, αλλ. μοσχοσίταρο ή μοσχοσίτι, με αρωματικούς σπόρους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Νεοελλ. τ. τής λ. τῆλις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • τήλινος — ίνη, ον, Α 1. αυτός που παρασκευάζεται από τήλι («τήλινον μύρον») 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ τηλίνη το φυτό κύτισος 3. το ουδ. ως ουσ. τo τήλινον μύρο από απόσταξη τών σπόρων τού φυτού τήλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τῆλις + κατάλ. ινος (πρβλ. λίθ ινος)] …   Dictionary of Greek

  • τήλις — εως, ἡ, ΜΑ, και τίλις, Μ, και ιων. τ. γεν. ιος και τήλη, ης, Α το φυτό τήλι, είδος τού γένους κορίανδρο ή κόλιαντρο αρχ. τᾱλις*. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Οι συνδέσεις τής λ. με το αρχ. ινδ. tāla «κρασί από φοίνικες», το λατ. tālea «πάσσαλος,… …   Dictionary of Greek

  • τηλίζω — Α [τῆλις] μοιάζω, στη μυρωδιά, με τήλι …   Dictionary of Greek

  • τηλίτης — και τιλίτης, ὁ, Μ φρ. «τηλίτης οἶνος» κρασί αρωματισμένο με τήλι (Γεωπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τῆλις + κατάλ. ίτης, που απαντά και σε άλλα ον. κρασιών (πρβλ. μηλ ίτης)] …   Dictionary of Greek

  • τηλόμελι — τὸ, ΜΑ μέλι αρωματισμένο με τήλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τῆλις + συνδετικό φωνήεν ο + μέλι] …   Dictionary of Greek

  • χορτότηλις — ήλιδος, ἡ, Α μίγμα από χόρτο και τήλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < χόρτος + τῆλις «είδος φυτού, κόλιαντρο»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”